Η σημασία της βιταμίνης D και του μαγνησίου
Η βιταμίνη D και το μαγνήσιο έχουν γνωστά οφέλη για την υγεία.
Τα χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D μπορούν να οδηγήσουν σε αδύναμα οστά, μαζί με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις και μεταβολικές διαταραχές.
Η έλλειψη μαγνησίου μπορεί να οδηγήσει σε μυϊκούς σπασμούς και κράμπες. Το χαμηλό μαγνήσιο μπορεί επίσης να συμβάλει στην οστεοπόρωση, τους ακανόνιστους καρδιακούς ρυθμούς και τις ημικρανίες.
Η από του στόματος πρόσληψη βιταμίνης D και μαγνησίου, μεμονωμένα μπορεί να βοηθήσει στη θεραπεία ή στη μείωση του κινδύνου για πολλά από τα ίδια προβλήματα υγείας. Αυτά περιλαμβάνουν:
- Μυοσκελετικές διαταραχές,
- Διαβήτης τύπου ΙΙ,
- Καρδιαγγειακή νόσο,
- Κάποια είδη καρκίνου
- Προβλήματα του ανοσοποιητικού συστήματος και
- Νευρολογικές καταστάσεις, όπως κατάθλιψη και άνοια.
Αλλά για να λειτουργήσουν βέλτιστα η βιταμίνη D και το μαγνήσιο, χρειάζονται το ένα το άλλο.
Το μαγνήσιο ενεργοποιεί τη βιταμίνη D
Η βιταμίνη D που καταναλώνεται από το στόμα ή παρασκευάζεται στο δέρμα από την έκθεση στον ήλιο είναι ανενεργή.
Αυτό ισχύει επίσης τόσο για τη βιταμίνη D2 η οποία λαμβάνεται από φυτικές πηγές, όσο και για τη βιταμίνη D3, η οποία παράγεται στο δέρμα ή βρίσκεται σε λιπαρά ψάρια και αυγά.
Για να μπορέσει η βιταμίνη D να εκτελέσει τις ζωτικές της λειτουργίες, πρέπει να ενεργοποιηθεί με μια διαδικασία δύο βημάτων.
Στο ήπαρ ένα ένζυμο που ονομάζεται 25-υδροξυλάση μετατρέπει τη βιταμίνη D2 και D3 σε 25-υδροξυβιταμίνη. Αυτή είναι η κύρια κυκλοφορούσα μορφή βιταμίνης D που μετράται σε εξετάσεις αίματος για την αξιολόγηση των επιπέδων βιταμίνης D.
Στα νεφρά (και σε άλλους ιστούς) ένα άλλο ένζυμο, η 1-άλφα-υδροξυλάση, μετατρέπει την 25-υδροξυβιταμίνη D σε ενεργή βιταμίνη D.
Και τα δύο αυτά ένζυμα χρειάζονται για να λειτουργήσουν σωστά, διαφορετικά η βιταμίνη D θα παραμείνει στην ανενεργή της μορφή.
Το μαγνήσιο ρυθμίζει επίσης την 24-υδροξυλάση, ένα ένζυμο που βοηθά στην αδρανοποίηση της βιταμίνης D όταν υπάρχει υπερβολική ποσότητα.