Η θερμογένεση είναι ένας ακόμη παράγοντας της καταναλισκόμενης ενεργείας του οργανισμού μας. Πραγματοποιείτε μέσω αρκετών μηχανισμών, έχει πολλαπλές ρυθμίσεις και μπορεί να επηρεάζει αρκετά το ενεργειακό ισοζύγιο είτε αρνητικά ή θετικά.
Η θερμογένεση διαχωρίζετε στην υποχρεωτική και τη ρυθμιζόμενη.
Η υποχρεωτική θερμογένεση είναι αυτή που χρησιμοποιείτε για τη διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος σταθερή και γίνεται σε όλα τα όργανα μέσω εξώθερμων αντιδράσεων του ενδοκυττάριου μεταβολισμού. Σ΄ αυτήν συγκαταλέγεται και η θερμοπαραγωγική δράση της τροφής. Ο όρος χρησιμοποιείται για να καθορίσει την επίδραση της τροφής στην αύξηση του μεταβολισμού, μετά την πρόσληψη τροφής. Περιλαμβάνει τις διεργασίες που σχετίζονται με την πέψη, την απορρόφηση, τη μεταφορά, το μεταβολισμό και την αποθήκευση της ενεργείας από την προσλαμβανόμενη τροφή. Η ποσοστιαία αύξηση στην ενεργειακή κατανάλωση σε σχέση με το βασικό μεταβολικό ρυθμό εξαιτίας της τροφογενούς θερμογενεσης έχει υπολογιστεί ότι κυμαίνεται μεταξύ 5% -15% (DalyJM, 1985 – OwenOE, 1986). Από την εποχή του Rubner υποστηριζόταν ότι η πρωτεΐνη διαθέτει μια ιδιαίτερη ειδική λειτουργική επίδραση 20 με 30%, την οποία δεν παρουσίαζαν οι υδατάνθρακες 5 με 10% και τα λίπη με την μικρότερη 3 με 5%. Ορισμένοι απέδωσαν την επίδραση αυτή στην απώλεια ενέργειας για την σύνθεση της ουρίας.
Γενικά θα πρέπει να λεχθεί ότι η θερμική επίδραση της τροφής θεωρείται μικρή και ότι είναι πολύ δύσκολη η ακριβής μέτρησή της, ενώ η σημασία της στην αιτιολογία της παχυσαρκίας είναι πολύ περιορισμένη.
Η ρυθμιζόνενη θερμογένεση αφορά στο μυϊκό τρόμο, που σε ψυχρό περιβάλλον οι μυϊκές ομάδες συμβάλουν στη διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας του σώματος, και στη θερμότητα που παράγεται από τη μυϊκή άσκηση.
Σε αυτή ανήκει και η θερμογενετική δράση της τροφής, η οποία διαφέρει από τη θερμοπαραγωγική δράση της τροφής. Τα αίτια της θερμογενετικής επίδρασης της τροφής δεν είναι γνωστά. Το γεγονός ότι αρχίζει 10’ μετά την πρόσληψη της τροφής πιθανών να έχει σχέση με την έκκριση γαστρικών υγρών και γενικά τη λειτουργία του γαστρεντερικού σωλήνα για την πέψη και την απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων. Πολλοί σήμερα υποστηρίζουν ότι η ειδική λειτουργική επίδραση της τροφής δεν έχει σχέση με τις πρωτεΐνες αλλά με το γεύμα αυτό καθαυτό, γιατί έχουν βρεθεί οι ίδιες περίπου αυξήσεις του ΒΜ με ζελατίνη, ζάχαρη ,ή γάλα.
Σημαντικό ρολό στη ρυθμιζόνενη θερμογένεση διαδραματίζει και ο φαιός λιπώδης ιστός. Είναι ειδικό όργανο, το οποίο διαφέρει από το φαιό λιπώδη ιστό και του οποίου η αποκλειστική λειτουργία είναι η θερμογένεση. Μορφολογικά, παρουσιάζει πλούσια αιμάτωση και πλούσια νεύρωση από ίνες του συμπαθητικού, οι οποίες έχουν άμεση εξάρτηση από τον πλάγιο-κοιλιακό και προοπτικό πυρήνα του υποθαλάμου. Η ποσότητα του φαιού λιπώδους ιστού εξαρτάται από τη λειτουργική του δραστηριότητα. Με την πάροδο του χρόνου, η ανάγκη για θερμογένεση χωρίς ρίγος μειώνεται και ο ΒΑΤ υποστρέφει.
Το 75% των ημερήσιων ενεργειακών αναγκών καλύπτει η ενεργειακή κατανάλωση ηρεμίας -ΚΜΚ- (αυτό που λέγαμε βασικός μεταβολισμός), το 10 έως 15% καλύπτεται από την κατά τη σίτιση θερμογένεση και το 10 έως 15% για το σύνολο των σωματικών δραστηριοτήτων.
Για φυσιολογικά άτομα, ο πλέον καθοριστικός παράγοντας θερμοπαραγωγής είναι το σωματικό βάρος. Υπολογίζεται ότι κάθε κιλό ιστών, το οποίο δεν περιέχει λίπος, καταναλώνει σε κατάσταση ηρεμίας 12 Κca1/24ωρο, ενώ κάθε κιλό σωματικού λίπους καταναλώνει 1Κcal/24ωρο. Με βάσει τα ανωτέρω, μπορούν να υπολογιστούν οι ενεργειακές ανάγκες ενός ατόμου με τόσο μεγάλη ακρίβεια, ώστε να ικανοποιείται απόλυτα η κλινική πράξη.